Dictionary of Greek. 2013.
άηχος — η, ο (AM ἄηχος, ον) ο δίχως ήχο, αυτός που δεν παράγει ήχο ή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἧχος. ΠΑΡ. αηχία]· … Dictionary of Greek